οὐλοφόνον

οὐλοφόνον
οὐλοφόνον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουλοφόνον — οὐλοφόνον, τὸ (Α) βλ. ουλοφόνος …   Dictionary of Greek

  • ουλοφόνος — οὐλοφόνος, ον (Α) 1. ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οὐλοφόνον το ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + φόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”